- προστιμωρώ
- -έω, Α1. βοηθώ επί πλέον2. ενθαρρύνω, παρακινώ3. μέσ. προστιμωροῡμαι -έομαι(σχετικά με ασθένεια) συντελώ στην ανάπτυξη, υποβοηθώ («νοσήματι προστιμωρεῑται»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + τιμωρῶ «βοηθώ, συντρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.